- παντοτινάκτης
- παντο-τινάκτης, ὁ, der Allerschütterer, Zeus
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
παντοτινάκτης — ὁ, Α αυτός που σείει τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + τινάσσω (πρβλ. θυρσο τινάκτης)] … Dictionary of Greek
παντοτινάκτα — παντοτινάκτᾱ , παντοτινάκτης All Shaker masc nom/voc/acc dual παντοτινάκτης All Shaker masc voc sg παντοτινάκτᾱ , παντοτινάκτης All Shaker masc gen sg (doric aeolic) παντοτινάκτης All Shaker masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παντ(ο)- — και πανθ ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο θ. τής γεν. τού επιθ. πᾱς, παντός (και με τη μορφή πανθ αφομοιωτικά όταν το αρκτικό φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται) και έχει τη σημ. τού εξ ολοκλήρου, τού… … Dictionary of Greek